-
1 οπλον
τό (преимущ. pl.)1) орудие, инструмент(φῦσαι ὅπλα τε πάντα Hom.)
ὅπλον ἀρούρης Anth. = δρέπανον2) снасть(ὅπλα, τά τε νῆες φορέουσιν Hom.)
3) канат(ὅ. ἐϋστρεφές Hom.)
ὅ. νεός Hom. — корабельный канат4) посудаδείπνων ὅ. Anth. = λάγυνος
5) доспехи, оружие, вооружение(ἐν τοῖς ὅπλοις εἶναι Her., Thuc.; ὅπλῳ χρώμενος κορύνῃ Plut.)
ὅπλα ἐπ΄ ἀλλήλους οἴσειν Plat. — обратить оружие друг против друга;παραγγέλλειν εἰς ( или κελεύειν ἐπὴ) τὰ ὅπλα Xen. — призывать к оружию;εἰς τάξιν τίθεσθαι τὰ ὅπλα Xen. — строиться в боевом порядке;τὰ ὅπλα τὰ δεξιὰ καὴ ἀριστερά NT. — оружие в правой и левой руке, т.е. наступательное и оборонительное6) большой щит ( типа ἀσπίς) Thuc.; перен. защита(μέγιστον ὅ. ἀρετέ βροτοῖς Men.)
7) pl. тяжелое вооружениеὅπλων ἐπιστάτης Aesch. = ὁπλίτης
8) pl. (= οἱ См. οι ὁπλῖται) тяжеловооруженная пехота(ὅ ἐπὴ τῶν ὅπλων στρατηγός Dem.)
9) pl. военная стоянка, лагерьἐν περιπάτῳ εἶναι πρὸ τῶν ὅπλων Xen. — прогуливаться впереди лагеря;
προϊέναι ἐκ τῶν ὅπλων Thuc. — удаляться от лагеря
См. также в других словарях:
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek